- -ούκλα
- μεγεθυντική κατάλ. θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής με σκωπτική σημ.: χερ-ούκλα < χέρι, ματ-ούκλα < μάτι, ψαρ-ούκλα < ψάρι. Για την προέλευση και τη σημ. τής κατάλ. βλ. λ. -άκλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερατούκλης — ο έκφραση με θωπευτική σημασία («είδες ο κερατούκλης πώς τά καταφέρνει με τα μαθήματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος. Η κατάλ. ούκλης είναι πιθ. αρσ. τής μεγεθ. κατάλ. ούκλα (πρβλ. χερ ούκλα) < λατ. uc (u)la] … Dictionary of Greek
κομματούκλα — η (Μ κομματούκλα) μεγάλο κομμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + μεγεθ. κατάλ. ούκλα (πρβλ. χέρι: χερ ούκλα)] … Dictionary of Greek
χερούκλα — η, Ν μεγάλο, χοντροκομμένο χέρι, χεράκλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. ούκλα (πρβλ. ψαρ ούκλα)] … Dictionary of Greek
ψαρούκλα — η, Ν 1. (μεγεθ.) μεγάλο ψάρι 2. στρ. σκωπτική προσφώνηση νεοσυλλέκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + μεγεθ. κατάλ. ούκλα (πρβ. χερ ούκλα)] … Dictionary of Greek
αγριελούκλα — και αγριλούκλα, η μεγάλη αγριελιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγριελιά + μεγεθ. κατάλ. ούκλα] … Dictionary of Greek